υπερόπτης

υπερόπτης
ο , υπερόπτις (-ιδος) η горд|ец, -ячка; высокомерный, надменный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υπερόπτης" в других словарях:

  • ὑπερόπτης — contemner masc nom sg ὑ̱περόπτης , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 2nd sg (doric) ὑ̱περόπτης , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὑ̱περόπτης , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 2nd sg ὑπεροπτάω over bake pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερόπτης — ο / ὑπερόπτης, ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, ιδος, Μ οιηματίας, αλαζόνας, θρασύς, αυθάδης, ακατάδεχτος μσν. αρχ. αυτός που περιφρονεί κάτι, καταφρονητής («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οπτης… …   Dictionary of Greek

  • υπερόπτης — ο αλαζόνας, αγέρωχος, ακατάδεχτος, ψηλομύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερόπται — ὑπερόπτης contemner masc nom/voc pl ὑπερόπτᾱͅ , ὑπερόπτης contemner masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόπταις — ὑπερόπτης contemner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόπτην — ὑπερόπτης contemner masc acc sg (attic epic ionic) ὑ̱περόπτην , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ὑ̱περόπτην , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 1st sg ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόπτῃ — ὑπερόπτης contemner masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεροπτικός — ή, ό / ὑπεροπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος] αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερόπτας — ὑπερόπτᾱς , ὑπερόπτης contemner masc nom sg (epic doric aeolic) ὑπερόπτᾱς , ὑπερόπτης contemner masc acc pl ὑ̱περόπτᾱς , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 2nd sg ὑπερόπτᾱς , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το …   Dictionary of Greek

  • αυτόπτης — ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η) αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ (ο) + οπτης < οπ , όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»